- κυριοπρασία
- κυριοπρασία, ἡ (Α)το πούλημα τού Κυρίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < Κύριος + -πρασία (< πράτης από θ. πρα- τού πιπράσκω), πρβλ. μισθο-πρασία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… … Dictionary of Greek